-
1 κυκαω
1) смешивать, размешивать, мешать(ἄλφιτα καὴ μέλι οἴνῳ Hom.)
ἅλμην κ. τινι Arph. — залить рассолом что-л.2) взбалтывать, мутить(τὸν βόρβορον Arph.)
ποταμὸς κυκώμενος Hom. — взбурлившая река3) приводить в замешательство, повергать в смятение(τέν Ἑλλάδα, τέν βουλήν Arph.; перен. ἐννοίας τινάς Plut.)
τὼ δὲ κυκηθήτην Hom. — оба оробели;κυκήθησαν οἱ ἵπποι Hom. — (в страхе) заметались кони4) трясти, грубо обращаться(ὑπό τινος κυκώμενος Arph.)
-
2 ρασσω
См. также в других словарях:
ράσσω — και αττ. τ. ῥάττω και ιων. τ. ῥήσσω Α 1. χτυπώ κάποιον, τόν ρίχνω κάτω βίαια χτυπώντας και σπρώχνοντας τον («ὑποσκελίσαντες καὶ ῥάξαντες εἰς τὸν βόρβορον, οὕτω διέθηκαν ἐναλλόμενοι καὶ ὑβρίζοντες», Δημοσθ.) 2. πατάσσω, τιμωρώ αυστηρά («ῥαξει ὁ… … Dictionary of Greek
εκπλύνω — (AM ἐκπλύνω) 1. πλένω καλά, ξεπλένω 2. καθαρίζω ψυχικά, εξαγνίζω («τὸν βόρβορον τῶν πράξεων δάκρυσιν ἐκπλυθεῑσα», «Χαῑρε, λουτήρ, ἐκπλύνων συνείδησιν») … Dictionary of Greek
κυκώ — κυκῶ, άω, ποιητ. τ. κυκανῶ, άω (Α) 1. αναμιγνύω, ανακατεύω κάτι με κάτι άλλο (α. «τυρόν τε καὶ ἄλφιτα καὶ μέλι χλωρὸν οἴνῳ... ἐκύκα», Ομ. Οδ. β. «αἱ μὴ τί τ εἴπην γλώσσ ἐκύκα κακόν», Σαπφ. γ. «τοῡ θύμου τρίβων κυκῶμαι», Αριστοφ.) 2. αναταράσσω… … Dictionary of Greek